- εξοχή
- η1. ό,τι εξέχει, η προεξοχή, εξόγκωμα.2. η ύπαιθρος, τα χωράφια, οι αγροί, οι βοσκότοποι.3. εξοχική περιοχή κατάλληλη για ανάρρωση αρρώστων ή για παραθερισμό υγιών.4. (ιατρ.), δερματικά ογκώματα, κρεατοελιές.5. στον πληθ., εξοχές τα αιχμηρά ή κάπως στρογγυλά μέρη των διάφορων οργάνων του σώματος και ιδίως των οστών, οι ακρολοφίες, τα επάρματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.